- Νίγηρ
- 1. (τό ) гос-во Нигер;2. (ο ) р. Нигер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Πεσκένιος Νίγηρ, Γάιος — (Pescennius Niger, 135/140 194). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Διοικητής της Συρίας κατά την ενθρόνιση του Διδίου Ιουλιανού (193) ανακηρύχθηκε ταυτόχρονα αυτοκράτορας της Ρώμης (193 194) από τους στρατιώτες του στην Αντιόχεια, ενώ ο Σεπτίμιος Σεβήρος… … Dictionary of Greek